Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Πάντα ήμουν πολύ...

                 Πάντα ήμουν πολύ έξυπνος για να μην προσπαθώ παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται, πολύ έξυπνος ώστε να μη χρειάζεται να αριστεύω εκεί που δε μου άρεσε, πολύ έξυπνος για να καταλαβαίνω πως η νίκη για κάποιον άλλο ίσως είναι σημαντικότερη από ό,τι για εμένα, πολύ έξυπνος ώστε να κάνω στην άκρη όταν βρίσκομαι στη μέση και πολύ έξυπνος για να μην παραδέχομαι σε κάθε ευκαιρία πως είμαι έξυπνος. Θα αναρωτιέσαι όμως, εντάξει, ίσως αν είσαι κι εσύ λίγο έξυπνος, μα γιατί το παραδέχομαι τώρα; Είναι πολύ απλό. Δεν το παραδέχομαι τώρα. Γιατί το «τώρα» που διαβάζεις αυτό το κείμενο δεν είναι το τώρα το δικό μου.

                            Όλοι έχουμε ζήσει μια μεταφυσική εμπειρία στη ζωή μας, ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω για να μη με περνάνε για τρελό, όπως έζησα κι εγώ εκείνον τον Ιούνη, στα 15 μου, λίγο μετά τις εξετάσεις για το τέλος του γυμνασίου, στη στάση του λεωφορείου, όταν είδα… εμένα!

                            Η ζέστη ήταν αρκετή, άλλωστε ήταν τέλος Ιούνη, είχαμε μπει για τα καλά στο καλοκαίρι. Καθόμουν στη στάση, όχι στο άσχημο σιδερένιο παγκάκι του ΟΑΣΑ, λίγο πιο δίπλα, σε ένα πεζούλι από σκυρόδεμα που είχα βρει μια σκιά. Ένιωθα μικρές σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε στην πλάτη μου και να καταλήγουν στη κωλοχαράδρα μου, μεταφυσικό δεν το λες, αλλά για κάποιο λόγο αυτή η υγρή διαδρομή στη ραχοκοκαλιά μου μού προκαλούσε γέλιο και ανατριχίλα.

                      Περίμενα τους δύο κολλητούς μου, τον Κώστα και τη Σοφία, για να πάμε να «αράξουμε» στο άλσος, ούτε που θυμάμαι πλέον γιατί, ίσως χωρίς λόγο, ίσως γιατί έτσι μας ήρθε. Αποφάσισα να βγάλω το πακέτο με τα τσιγάρα, ναι ήταν η εποχή που έπρεπε να καπνίζω για να είμαι «μάγκας», το έκανα δειλά όμως, πάντα είχα μια ενοχή στο συγκεκριμένο θέμα, εκτός του ότι δε μου άρεσε ποτέ ιδιαίτερα το τσιγάρο κυρίως δε μου άρεσε να δίνω δικαιώματα, να στεναχωρώ τους γονείς, που το ήξεραν και μου είχαν ζητήσει ευγενικά να μην το κάνω. Έβαλα ένα τσιγάρο στο στόμα μου και τότε άκουσα μια πολύ οικεία φωνή «Έχεις μήπως άλλο ένα;», «Ναι, βέβαια» είπα σχεδόν αμέσως, με πολύ ευχάριστη διάθεση, πρόταξα το πακέτο για να πάρει, και σήκωσα το βλέμμα να δω ποιος ήταν. Πήρε το τσιγάρο και το έβαλε στο αυτί λέγοντας με ένα ελαφρύ χαμόγελο «Ευχαριστώ», τον κοίταξα κάπως περίεργα, η ματιά μου πρέπει να κόλλησε 2-3 δευτερόλεπτα, όμως εκείνη τη στιγμή μου φάνηκαν σαν λεπτά. Ήταν ένας άνδρας γύρω στα 30, είχε τα μάτια μου, τη μύτη μου, τα χείλη μου, τη φωνή μου, το περπάτημά μου, ήμουν εγώ.
                     
                            «Περιμένεις πολύ;» μου είπε, «Αρκετά. Αλλά πρέπει να φτάνει τώρα…» απάντησα, μα πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση μου είδα το λεωφορείο να πλησιάζει, «Έλα» μου είπε, κάνοντας μια κίνηση με το χέρι του, «Θα το χάσεις», «Περιμένω παρέα» αποκρίθηκα, ενώ ακόμα τον κοίταζα περιεργαστικά, «Ελπίζω να μην αργήσει το επόμενο» μου είπε καθώς ανέβαινε στο λεωφορείο, χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι ενώ  παράλληλα έκλεινε και η πόρτα πίσω του. Προσπάθησα να τον ξαναδώ μέσα απ’το παράθυρο, όσο απομακρυνόταν το λεωφορείο, αλλά δεν τα κατάφερα. Γύρισα το βλέμμα κι είδα τα παιδιά να πλησιάζουν, η παρέα που περίμενα για να φύγω κι εγώ. Δεν τους είπα κάτι, αλλά σίγουρα κατάλαβαν ότι ήμουν χαμένος σε σκέψεις όλο εκείνο το απόγευμα.

                            Μπορεί να μην το πιστεύεις, αλλά εγώ εκείνη τη μέρα είδα τον μελλοντικό εαυτό μου, τον είδα να με παροτρύνει να ανέβω στο λεωφορείο, να κάνω τη διαδρομή χωρίς να χρειάζομαι παρέα για να το κάνω, να το κάνω τώρα κι όχι ελπίζοντας να μην αργήσει το επόμενο, κι αν τώρα δεν είμαι έτοιμος δεν πειράζει, γιατί έχω δει εμένα να χαμογελάω και να ανεβαίνω στο λεωφορείο κλείνοντάς μου το μάτι.

                            Πάντα στη ζωή μου ήμουν πολύ χαζός για να προσπαθώ όσο χρειάζεται, πολύ χαζός ώστε να μη χρειάζεται να αριστεύω εκεί που δε μου άρεσε, πολύ χαζός για να νομίζω πως η νίκη για κάποιον άλλο ίσως είναι σημαντικότερη από ό,τι για εμένα, πολύ χαζός ώστε να κάνω στην άκρη όταν βρίσκομαι στη μέση και πολύ χαζός για να παραδέχομαι σε κάθε ευκαιρία πως είμαι χαζός. Θα αναρωτιέσαι όμως, εντάξει, ίσως να’σαι κι εσύ χαζός, μα γιατί το παραδέχομαι τώρα; Είναι πολύ απλό. Δεν το παραδέχομαι. Γιατί το «τώρα» που διαβάζεις αυτό το κείμενο δεν είναι το τώρα το δικό μου.

Είμαι και δεν είμαι

      Είμαι σαν εμένα, αλλά είμαι και δεν είμαι, γιατί τις στιγμές που είμαι πάλι αυτό το "σαν" μας τα χαλάει όλα, και τις στιγμές που δεν είμαι λέω δε γαμιέται υπάρχει κι αυτό το "σαν" που με καλύπτει. Κι έρχεται κάποια στιγμή το είμαι εγώ, και νιώθεις γυμνός μπροστά σε όλα αυτά που ντρέπεσαι για σένα, χωρίς σαν, χωρίς κάτι να σε καλύπτει, είναι η στιγμή που είτε αρχίζεις να τρέχεις είτε επιλέγεις να κάνεις αυτό το αργό αλλά σταθερό βήμα μπροστά.

     Θυμάστε την πρώτη μέρα στο σχολείο; Εγώ έχω μια θολή ανάμνηση. Τη μάνα μου να με αφήνει στο νηπιαγωγείο και να φεύγει βιαστικά για τη δουλειά και ξαφνικά να με πιάνουν τα κλάματα και να την τραβάω από τη φούστα για να μη με αφήσει, και καθώς έχω γραπωθεί πάνω της και νιώθω πως όλος ο κόσμος μου ανήκει, να ακούω ένα αγοράκι δίπλα μου να ουρλιάζει "ΘΕΛΩ ΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ!" και τον μπαμπά του να προσπαθεί να τον ησυχάσει.

"Μαμά γιατί κλαίει το παιδάκι; Πού είναι η μαμά του;"
"Η μαμά του Γιωργάκη ήταν πολύ άρρωστη και πέθανε, κάτσε ήσυχος και μην κάνεις σαν μωρό, θα έρθω να σε πάρω το μεσημέρι"

    Δεν ξαναέκλαψα, δεν υπήρχε λόγος να μου λείπει η μαμά μου, θα την ξανάβλεπα το μεσημέρι, ενώ ο Γιωργάκης; Προσπάθησα να τον παρηγορήσω, ακόμα και τώρα το κάνω αυτό με τους ανθρώπους, προσπάθησα να γίνουμε φίλοι, αλλά ήταν ανώφελο, ο Γιωργάκης έκλαιγε επί μία βδομάδα ασταμάτητα, μέχρι που σταμάτησε να έρχεται στο νηπιαγωγείο. Δε μου πήρε πολύ να τον ξεχάσω, να βρω φίλους, να παίζουμε, να γελάμε, ως που μια μέρα ο Γιωργάκης επέστρεψε, δεν ήταν χαρούμενος, αλλά δεν ήταν και κλαψιάρης, τον βάλαμε στην παρέα, σιγά σιγά άρχισε κι αυτός να γελάει και να παίζει, δεν ήταν πως δεν ήθελε πια τη μαμά του ή την είχε ξεχάσει, είχε απλά προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα, είχε κάνει αυτό το αργό αλλά σταθερό βήμα μπροστά.